πτεραφόρος

πτεραφόρος
ὁ, Α
βλ. πτεροφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτεραφορία — ἡ, Α [πτεραφόρος] η υπηρεσία τού πτεραφόρου …   Dictionary of Greek

  • πτεροφόρος — α, ο / πτεροφόρος, ον, ΝΑ, και πτεραφόρος, ον, Α (λόγιο επίθ.) αυτός που έχει φτερά, φτερωτός («περίβαλον γὰρ οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί», Αισχύλ.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που βάλλεται, που ρίχνεται με ταχύτητα («πτεροφόρον Διὸς βέλος» ο κεραυνός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”